- βακτηριαιμία
- Η παρουσία βακτηρίων στο αίμα, στο οποίο αυτά εισέρχονται μέσα από λύσεις της συνέχειας του δέρματος και από βλεννογόνους υμένες ή όταν υπάρχουν παθολογικές αλλοιώσεις στα λεμφοζίδια, στο αγγειακό σύστημα κ.ά. Η β. μπορεί να εμφανιστεί επίσης και μετά από λοιμώδεις ασθένειες, οπότε εκδηλώνεται έντονα, κυρίως στην οξεία περίοδό τους. Είναι η χαρακτηριστική επιπλοκή των ασθενειών από ακτινοβολία. Η β. ελαττώνεται, καθώς ο οργανισμός υπερνικά την ασθένεια, ενεργοποιώντας τη φαγοκυτταρική λειτουργία των λευκοκυττάρων και, στο τέλος, εξαφανίζεται. Λέγεται και βακιλαιμία ή μικροβιαιμία.
Dictionary of Greek. 2013.